- στρογγυλώψ
- -ῶπος, ὁ, Ααυτός που έχει στρογγυλά μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + -ώψ (< θ. οπ- τού όπωπα*), πρβλ. τυφλ-ώψ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek